- ἄλλοισιν
- ἄλλοςyneut dat pl (epic ionic aeolic)ἄλλοςymasc dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἄλλοισιν — ἄλλοισιν , ἄλλος y neut dat pl (epic ionic aeolic) ἄλλοισιν , ἄλλος y masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτέρπομαι — (AM ἐπιτέρπομαι) [τέρπομαι] μσν. φρ. «ἐπιτέρπομαι εἴς τι» χαίρω, ευχαριστιέμαι για κάτι αρχ. ευχαριστιέμαι, δοκιμάζω ευχαρίστηση, χαίρομαι («ἄλλος ἄλλοισιν ἀνήρ ἐπιτέρπεται ἔργοις», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
προστρίβω — ΝΑ [τρίβω] τρίβω κάτι πάνω σε ή με κάτι άλλο αρχ. 1. αποδίδω («πᾱν τὸ ἀνθρώπειον πάθος τοῑς θεοῑς προστρίβειν», Διογ. Λαέρ.) 2. (με καλή σημ.) προσάπτω («πλούτου δόξαν προστρίψασθαι τοῑς κεκτημένοις», Δημοσθ.) 3. προσδίδω («προστρίβεσθαι [χροιᾱς] … Dictionary of Greek